οιστρογονικός

οιστρογονικός
-ή, -ό [οιστρογόνος]
1. (βιολ.-ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οιστρογόνα
2. φρ. «οιστρογονικός υποδοχέας»
(βιολ.-ιατρ.) πρωτεϊνική ενδοπλασματική δομή που υπάρχει στα κύτταρα τών οργάνων-στόχων τα οποία είναι ευαίσθητα στα οιστρογόνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”